Ντεκρολί, Οβίντ

Ντεκρολί, Οβίντ
(Ovide Decroly, Ρενέ 1871 – Βρυξέλλες 1932). Βέλγος παιδαγωγός. Αφού σπούδασε ιατρική στις Βρυξέλλες, πήγε για ανώτερες σπουδές στο Παρίσι και στο Βερολίνο. Ενδιαφέρθηκε για τα προβλήματα των ανώμαλων παιδιών, και ίδρυσε (1901) για την εκπαίδευσή τους ένα μικρό σχολείο. Η επιτυχία που σημείωσε σε αυτό τον ώθησε στην προσπάθεια να την επεκτείνει και στα κανονικά παιδιά και για τον σκοπό αυτό ίδρυσε στις Βρυξέλλες, το 1907, την Ecole de l’Ermitage, που πήρε την ονομασία της από την οδό όπου βρισκόταν. Οι μελέτες του στρέφονταν από το ένα μέρος προς την ψυχιατρική και την ψυχολογία, της οποίας προσπαθούσε να ερευνήσει τις διάφορες κατευθύνσεις, και από το άλλο προς την παιδαγωγική. Σχετικά με την τελευταία, εκτιμούσε ιδιαίτερα τη θέση του Ντιούι (του οποίου μετέφρασε στα γαλλικά το Πώς σκεπτόμαστε - How We Think, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στη διάδοση των απόψεων του Αμερικανού φιλοσόφου) και την προσπάθεια που γινόταν παράλληλα στη Γενεύη και συνδεόταν με τις σκέψεις και το έργο των Κλαπαρέντ, Φεριέρ και Πιερ Μποβέ. Εκτέλεσε πρωτότυπες έρευνες με πειραματικό χαρακτήρα στο πεδίο της παιδικής ψυχολογίας και ανέπτυξε στις Βρυξέλλες έντονη δραστηριότητα στο πεδίο της εκπαίδευσης και της κοινωνικής βοήθειας, που πολύ γρήγορα διαδόθηκε ευρύτατα και βρήκε μιμητές σε όλον τον κόσμο. Τα κυριότερα έργα του είναι: Η μύηση στη διανοητική και κινητική δραστηριότητα με τα εκπαιδευτικά παιχνίδια (1922), Η λειτουργία της ολοκλήρωσης και της διδασκαλίας (1925), Η συναισθηματική εξέλιξη στο παιδί (1927). Οι αντιλήψεις του μπορούν να τοποθετηθούν μέσα στο πλαίσιο της λεγόμενης επιστημονικής παιδαγωγικής, που επικρατούσε όλο και περισσότερο εκείνη την εποχή, αλλά απέβλεπε και σε εντονότερο κοινωνικό σκοπό. Ξεκινώντας από τις ανάγκες που γίνονταν τότε περισσότερο αισθητές στο Βέλγιο (το 1914 ψηφίστηκε ο νόμος περί υποχρεωτικής εκπαίδευσης), σκέφτηκε να μελετήσει ένα «σχολείο για τη ζωή μέσα από τη ζωή», με σκοπό να πετύχει την ενεργή προσαρμογή προς το συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον του μεγαλύτερου αριθμού των παιδιών. Εναντίον της αναλυτικής και πνευματοκρατικής ψυχολογίας, στην οποία στηρίζονταν κατά παράδοση τα περισσότερα σχολεία, ο Ν. διέκρινε δύο γενικά χαρακτηριστικά του παιδικού μυαλού, που προσφέρονται για την πιο μεγάλη παιδαγωγική χρησιμοποίηση: την τάση προς την ολοκλήρωση (globalisme) και τη συναφή αρχή του ενδιαφέροντος. Με τον όρο ενέργεια ολοκλήρωσης ο Ν. εννοεί τη μορφή εκείνη της διανοητικής ενέργειας με την οποία το υποκείμενο συλλαμβάνει το πραγματικό, όχι αναλυτικά στα ξεχωριστά στοιχεία του, αλλά στην ολότητα των συγκεκριμένων καταστάσεων, όπου ενεργούν όχι μόνο τα αισθητικά και νοητικά στοιχεία, αλλά εξίσου και τα συναισθήματα, οι τάσεις, και γενικά η ψυχική του κατάσταση, σταθερή ή μεταβλητή. Η ολοκληρωτική αυτή λειτουργία δεν είναι χαρακτηριστική μόνο της αντίληψης, αλλά και όλων των άλλων ενεργειών του ανθρώπου και είναι σε άμεση σχέση με τα ενδιαφέροντα και τις συναισθηματικές τάσεις του. Από τα διάφορα ενδιαφέροντα του ανθρώπου, εκείνα που συνδέονται με τις θεμελιώδεις ανάγκες του είδους έχουν πρώτιστη σημασία στην πρόκληση ολοκληρωτικής ενέργειας είναι η ανάγκη τροφής, η ανάγκη στέγης ντυσίματος και προστασίας από την κακοκαιρία, η ανάγκη προστασίας από τους κινδύνους και τους εχθρούς και, τέλος, η ανάγκη εργασίας από κοινού, ενέργειας, εξασφάλιση αυτάρκειας. Οι δύο έννοιες της ολοκλήρωσης και του ενδιαφέροντος συνδέονται επομένως στενά μεταξύ τους κι έτσι έχουν άμεσες διδακτικές εφαρμογές. Πιο καταφανής από αυτές - και ίσως πιο επαναστατική - είναι εκείνη που αφορά τη διδασκαλία της ανάγνωσης και της γραφής. Στο παιδί προσφέρονται φράσεις και λέξεις που συνδέονται με τα συναισθήματά του, τα ενδιαφέροντά του ώστε πρώτα να τις διαβάζει κι έπειτα να τις γράφει: «τα περισσότερα παιδιά γράφουν εκείνο που διαβάζουν έπειτα από δυο μήνες, κάνοντας μια ή δυο ασκήσεις των δέκα λεπτών την ημέρα. Αυτές είναι απλώς το συμπλήρωμα στην άσκηση της ανάγνωσης που, με τη σειρά της, συνδέεται με την εκτέλεση του σχεδίου». Αυτή η πλευρά της μεθόδου του Ν. είναι εκείνη που απέκτησε τη μεγαλύτερη φήμη και βρήκε τη μεγαλύτερη διάδοση, αλλά έχει κύρια αξία αν εξεταστεί ως μια από τις πλευρές στη σχέση ολοκλήρωσης - ενδιαφέροντος, η οποία βρίσκεται στη βάση όλης της παιδαγωγικής του Ν. Η ολική εκμάθηση των στοιχείων της συγκεκριμένης εμπειρίας, που το περιβάλλον προσφέρει στο παιδί, απαιτεί, κατά τον Ν., να του προσφέρονται όχι ύλη οργανωμένη ως τέτοια από την πνευματική εμπειρία του ενήλικου, αλλά κίνητρα του περιβάλλοντος που μπορούν να είναι κέντρα ενδιαφέροντος: η ιστορία και η γεωγραφία θα είναι μόνο χρονικές και χωρικές διαστάσεις άμεσων ανθρώπινων ή φυσικών εμπειριών. Και οι επιστήμες θα αναπτυχθούν εξαιτίας της ανάγκης να μάθει τις αιτίες και τα αποτελέσματα των φαινομένων σε σχέση με την ανθρώπινη ζωή. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τον Ν., πρέπει να ξεκινάμε από την παρατήρηση, και με αυτήν ως βάση να προχωρούμε στο συνδυασμό και να κεντρίζουμε έτσι την έκφραση. Η μέθοδος των κέντρων ενδιαφέροντος συνίσταται λοιπόν στη στήριξη της διδασκαλίας της ύλης πάνω στα ενδιαφέροντα του παιδιού και στο συνδυασμό της διδασκαλίας της τεχνικής με τη διδασκαλία της γνώσης. Το όνομα του Ν. συνδέεται επίσης με την εμφάνιση της πειραματικής ψυχολογίας, δηλαδή της εφαρμογής των μεθόδων του επιστημονικού ελέγχου στις παιδαγωγικές και διδακτικές υποθέσεις, καθώς και με τις πρώτες εκδηλώσεις της ποσοτικής παιδαγωγικής, που τείνει να εκφράσει με αριθμητικούς όρους τα στοιχεία εκείνα που από την έκφραση αυτή δημιουργούν τη δυνατότητα στατιστικής επεξεργασίας. Ο Ν. προώθησε επίσης την εισαγωγή στην εκπαιδευτική πρακτική των διάφορων μεθόδων ψυχολογικών μετρήσεων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”